- τοσσόσδε
- τοσσήδε, τοσσόνδε, Αβλ. τοσόσδε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τοσσόσδ' — τοσσόσδε , τοσόσδε sufficient masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοσόσδε — και επικ. τ. τοσσόσδε, ήδε, όνδε, Α 1. τόσος ακριβώς ή τόσος περίπου (α. «τοσόνδε μέντοι χάρισαί μοι», Πλάτ. β. «τοιόνδε τοσόνδε τε λαὸν Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. το ουδ. εν. ως ουσ. τo τοσ(σ)όνδε η ποσότητα 3. (το ουδ. με γεν. ως ουσ.) τόσο μέρος,… … Dictionary of Greek